υποστατός

υποστατός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να υπάρχει, ο υπαρκτός, ο πραγματικός (αντίθ. ανυπόστατος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποστατός — set under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστατος — set under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστατός — ή, ό / ὑποστατός, ή, όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, ον, Α [ὑφίστημι] νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει αρχ. 1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση 2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.) 3. αυτός που υπάρχει πραγματικά …   Dictionary of Greek

  • ὑποστατόν — ὑποστατός set under masc/fem acc sg ὑποστατός set under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατοῦ — ὑποστατός set under masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατούς — ὑποστατός set under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατά — ὑποστατός set under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτου — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen sg ὑποστάτης that which stands under masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτων — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτῳ — ὑπόστατος set under masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”